παλιός, -ιά, -ιό, παλιότερος

παλιός, -ιά, -ιό, παλιότερος
-η, -ο
1. αυτός που πρωτοφάνηκε, ανήκει ή αναφέρεται σε περασμένες εποχές: Παλιές συνήθειεςπαλιά σπίτιαπαλιές ιδέες – παλιό χειρόγραφο.
2. ο λιωμένος από τη χρήση, ο άχρηστος: Τα μηχανήματα είναι παλιά και δεν έχουν μεγάλη απόδοση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”